10 Μαΐ 2019

Ο Μάρτης που έφυγε πριν από τέσσερις Μάηδες


Όταν έφυγε ο Μάρτης, μου έλειψε το γνοιάξιμό του. Ακόμα και ξαπλωμένος, χωρίς να σηκωθεί, χωρίς να κινηθεί, παρατηρούσε και νοιαζόταν. «Πού πάει η κυρά μου;» Ναι, ήμουν ο κόσμος του. Κι ένας ολόκληρος κόσμος έσβησε μαζί του.

Στο Λουτράκι ήταν η καλύτερή του. Πώς καμάρωνε όταν τον χτένιζα για να πάμε στο καφέ του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού ή τη βραδινή βόλτα στο νυφοπάζαρο! Του έλεγα «Είσαι όμορφος». Το καταλάβαινε και η χαρά του ήταν διπλή. 
Ένα θεατρικό στηριζόταν ακριβώς σ' αυτό. Πόση χαρά δίνεις, αν πεις στον άλλον τη μαγική φράση «Eίσαι όμορφος». Από κει το έμαθα.


Όταν έπρεπε να κάνει θεραπεία, δεν χρειαζόταν να του ανοίξω το στόμα και να βάλω το χαπάκι βαθιά στον λάρυγγα, όπως γίνεται συνήθως με τα σκυλιά. Ο ίδιος μου έδειξε τον τρόπο. Απλώς άνοιγε το στόμα του, έβαζα το χαπάκι στη γλώσσα του κι εκείνος το κατάπινε. Με τη συνθηματική φράση «Kαι τώρα ο Μάρτης θα πάρει το φαρμακάκι του, θα πάρει το γιατρικό του», ο Μάρτης ερχόταν χαρούμενος, στεκόταν δίπλα μου και άνοιγε το στόμα. Έφευγε όταν είχα σιγουρευτεί ότι το είχε καταπιεί.
Ήταν ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι χαράς, όπως γινόταν με τα μεζεδάκια. «Και τώρα ο Μάρτης θα φάει ένα ωραίο μεζεδάκι» ερχόταν ένας ανεμοστρόβιλος χαράς στην κουζίνα!
Όταν ήταν πολύ χαρούμενος, δεν πηδούσε απλώς, πηδούσε και στροβιλιζόταν. Τον έλεγα μαγιάπριλο και σαϊτοδέλφινο.

Όταν ερχόταν ο Μιχάλης στο σπίτι, φίλος καλός και τακτικός επισκέπτης, ο Μάρτης τον υποδεχόταν με χαρά. Όμως, όταν ετοιμαζόταν να φύγει, ο Μάρτης στροβιλιζόταν γύρω του. 
— Αυτό το σκυλί χαίρεται όταν φεύγω, μου είπε απογοητευμένος.
— Μα, όχι. Χαίρεται, γιατί θα σε συνοδεύσουμε ως την αυλόπορτα και μετά θα πάμε στη διπλανή αυλή να φάει στη ζούλα τις γατοκροκέτες. Γι' αυτό χαίρεται.
Δεν το πίστευα. Για να θολώσω τα νερά το είπα. 
Ώσπου ένα βράδυ, προδοθήκαμε. Ο Μάρτης έκρινε ότι ο Μιχάλης είχε καθίσει περισσότερο απ' όσο έπρεπε· πήγε κοντά του και άρχισε να χοροπηδάει χαρούμενα. Δεν νομίζω ότι έχει ειπωθεί άλλο «άδειασέ μας τη γωνιά» τόσο πρωτότυπα, τόσο χαρούμενα, τόσο αφοπλιστικά.




Είχε έναν τρόπο ευγενικό και ήρεμο. Όπως τότε που δεν ήθελε με τίποτα να μπούμε σε κάποιο μαγαζί. Επέμενα. Τράβηξα το λουρί του αποφασιστικά. Εκείνος πολύ ήσυχα πέρασε το κεφάλι του από μέσα, ελευθερώθηκε κι εγώ έμεινα να κρατάω ένα λουρί χωρίς σκύλο. Ο σκύλος στάθηκε εκεί, κοντά μου, ακίνητος. Γονάτισα, τον χάιδεψα, του μίλησα, ξαναπέρασα το λουρί στο λαιμό του, κάναμε μεταβολή και φύγαμε. 

Οι συνθηματικές φράσεις είχαν το δικό τους χρώμα στη φωνή μου. Κι εκείνος καταλάβανε το χρώμα, τις λέξεις και άλλα πολλά. Καταλάβαινε την αγάπη και το γνοιάξιμο μου, κι ας ήταν λιγότερο από το δικό του. Ξαπλωμένος κάτω από την πολυθρόνα που βρισκόταν δίπλα στο σχεδιαστήριο, κοιμόταν τις ήρεμες βραδινές ώρες που δούλευα. Και όταν ήθελα να σηκωθώ, πριν τραβήξω την καρέκλα, τον ειδοποιούσα «Μη φοβηθείς». Δεν φοβόταν, αλλά είχε και τον νου του μήπως πάω στην κουζίνα και χάσει την ευκαιρία για μεζεδάκι.



Εκεί σ' αυτή τη θέση έσβησε. Το απόγευμα γυρίσαμε από τον γιατρό. Το αίμα του έχει γίνει νερό. Το σκυλονοσοκομείο δεν μπορούσε πια να του προσφέρει τίποτα.
«Μα, γιατί δεν τον άφηνες εκεί;» τσίριξε η θεία Κροταλία, όταν με είδε στην αυλή, να γυρίζω με τον σκύλο στην αγκαλιά μου. Ο Μάρτης δεν ανησύχησε, ήξερε ότι σ' αυτή την αγκαλιά ήταν προστατευμένος. «Γιατί τον πας στο σπίτι, αφού αύριο θα φύγεις;»

Σε ξένο μέρος θα τον άφηνα; Μονάχο του; Θα έλειπα από δίπλα του τέτοιες ώρες; Θα ήμουνα για φτύσιμο. Δεν θα πάω πουθενά.
Δεν της απάντησα, γιατί οι στιγμές ήταν πολύτιμες.
Το βράδυ ξάπλωσα κοντά του στο χαλί κι αν ίσως το χάδι μου ήταν βάρος, το απαλό άγγιγμα δεν ήταν. Ο ήχος της φωνής μου, ο τόνος που ήξερε πώς ήταν μόνο για κείνον, του έδιναν γαλήνη και τη σιγουριά πως η κυρά του ήταν μαζί του.
Α ναι! Αυτή τη σιγουριά δεν τη στερήθηκε ποτέ. Ήξερε πως η κυρά του δεν αφήνει κανέναν και τίποτα να τον πειράξει. Η κυρά του τον αγαπάει. Πάντα, κι όχι μόνον όταν είναι καλό παιδί. Ήξερε πως η κυρά του, όταν φεύγει για ταξίδι, θα ξαναγυρίσει. Το μαρτυρούσαν όλα...
Μέναμε σε σπίτι με αυλή, με γάτες, με περιστέρια, με χώμα για να θάβει τα σκυλομπισκότα του. Τόπος για χαρούμενα παιχνίδια. Μόνον που όταν έλειπα για μέρες, ο Μάρτης δεν πολυκαθόταν στην αυλή. Έβγαινε για λίγο και μετά έμπαινε στο σπίτι. «Άντε, πότε θα γυρίσει η κυρά μου, να ξαναγίνουν όλα όμορφα!»



Ο Μάρτης ήταν σίγουρος για μένα και άλλο τόσο ήξερε να μου δίνει σιγουριά.
Ένα βράδυ έφαγα μια κουταλιά μέλι. Πήγε στραβά. Πνιγόμουν. Αγωνιζόμουν να πάρω ανάσα, αγωνιζόμουν για τη ζωή μου. Ο Μάρτης δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Δεν έπρεπε να είναι κανένας κοντά μου, εκτός αν ήξερε τη λαβή Χάιμλιχ. Μέσα στην αγωνία μου τον κοίταξα. Με κοίταζε. Στα μάτια του δεν είδα ούτε φόβο ούτε ταραχή. Και αμέσως ήμουν σίγουρη ότι στο χαροπάλεμα θα νικήσω. 

Έσβησε ήσυχα αργά τη νύχτα. Τον τύλιξα σε μια κουβέρτα, όπως τυλίγεις ένα μωρό. Τον κοίταζα και απορούσα. Έμοιαζε να κοιμάται. «Ο Μάρτης κοιμάται», είπα και η φωνή μου δεν είχε κανέναν γνωστό τόνο. «Ο Μάρτης κοιμάται στο σπίτι του», άκουσα τη φωνή μου και κοκάλωσα για μια στιγμή. Δεν θέλω να ξανακούσω έτσι τη φωνή μου, σαν αρχαία τραγωδία.
Σε λίγο ξημέρωσε. Έγιναν όλα όσα έπρεπε.

Κάποια πράγματα ετοιμάζονται από καιρό, χωρίς να το ξέρουμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε και είναι ν' απορείς πώς έρχονται και ταιριάζουν. Η εκδρομή στην Καστοριά με τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά είχε προγραμματιστεί από καιρό κι εγώ είχα πει ναι. Το πρωί, είχαν τελειώσει όλα κι εγώ βρισκόμουν στο σημείο συνάντησης. Τρεις τέσσερις μέρες μακριά από την Αθήνα, μακριά από το σπίτι και από τον κήπο. Μα πιο πολύ, μακριά απ' όσα θυμίζουν αυτόν που έφυγε και κάνουν τον πόνο αβάσταχτο. 
— Να ταξιδεύεις σαν πελταστής, συμβούλευε ο πατέρας μου.
Σαν πελταστής, λοιπόν, πήρα μαζί μου τη λύπη μου, μερικά ρούχα και όλες τις στιγμές που έφτιαξαν μια μικρή ζωή γεμάτη αγάπη, εμπιστοσύνη και χαρά, που μοιράστηκαν ένας άνθρωπος κι ένας σκύλος. Στην πολύωρη διαδρομή οι αποσκευές έγιναν ελαφρότερες. Η στενοχώρια διαλυόταν και σκόρπιζε σαν καπνός, κι άφηνε πίσω της αυτό που δεν φεύγει ποτέ.


Η εκδρομή στην Καστοριά σήμαινε επισκέψεις σε σχολεία, σεμινάριο σε εκπαιδευτικούς και φαγοπότια μεσημέρι-βράδυ.
Και γέλασα και έφαγα και ήπια και αστειεύτηκα. Βρέθηκα με τις συγγραφείς που μας ενώνει η κοινή αγάπη για το βιβλίο. Με κάποιες είχαμε πολλά να πούμε. Κυρίως βρέθηκα με παιδιά. Όπως είχε πει το Κοσόν, ένας φίλος που βιάστηκε να κάνει το αγύριστο ταξίδι: «Τα παιδιά και τα ζώα είναι της αυτής αθωότητος».


Πήγα σε σχολεία, μπήκα σε τάξεις, έκανα εργαστήρια, φτιάξαμε εικόνες, τις γεμίσαμε χρώμα. Σ' ένα σχολείο που τα παιδιά των μεγάλων τάξεων στενοχωριόνταν επειδή δεν θα έπαιρναν μέρος στο εργαστήρι, ζήτησα από τους δασκάλους να στήσουμε επιτόπου ένα δεύτερο εργαστήρι στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων. Κανείς να μη μείνει στενοχωρημένος. Τι χρειαζόμαστε; Όχι πολλά. Ένα χαρτί κι ένα μολύβι.
Καθίσαμε στο πάτωμα και τους έδειξα τις βασικές αρχές του κόμικς. Κατακτήστε το!
Το σημαντικό στις συναντήσεις με τους σκιτσογράφους δεν είναι να μάθουν τα παιδιά. Τι να μάθουν σε σαράντα λεπτά; Το σημαντικό είναι να δουν κάτι να πραγματοποιείται και να εμπνευστούν. «Να, κάποιος το φτιάχνει μπροστά στα μάτια μας. Να που το φτιάχνουμε κι εμείς. Κουτσά στραβά; Δεν πειράζει. Σημασία έχει ότι γίνεται. Βουρ!» Κάποια από τα παιδιά αυτό το βουρ θα το πάνε παραπέρα και αυτό, με τη σειρά του, θα τα βγάλει στ' ανοιχτά.
Έτσι δεν έγινε και μ' εμένα;
Μοιραζόμουν το δωμάτιο με τη γραμματέα. Από σύμπτωση τα πιτζαμάκια μας ήταν ασορτί. Από σύμπτωση είχαμε τις ίδιες συνήθειες: ανοιχτή η μπαλκονόπορτα τη νύχτα και πολύς καφές. Μπορεί να κάναμε και πιτζάμα πάρτι με τις συγγραφείς των διπλανών δωματίων -δεν θυμάμαι.
Αποχαιρέτισα τους ανθρώπους που με φιλοξένησαν τόσο ζεστά και τις κεφάτες συνταξιδιώτισσες και γύρισα σ' ένα σπίτι χωρίς τον Μάρτη, σε μια αυλή που δεν θα ξανάκουγα το τρέξιμό του και το γάβγισμά του. 
Από χρόνια αναρωτιόμουν πότε και κάτω από ποιες συνθήκες θα άφηνα εκείνο το παλιό, χρωματιστό σπίτι. Έφυγε ο Γιώργος. Πέθανε ο Μάρτης. Πέθαναν φίλοι κολλητοί. Κάποιος κακός άνθρωπος δηλητηρίασε και ξέρανε το δέντρο μου, που απο βλασταράκι στη σκοτεινή αυλή του ακατοίκητου, βγήκε στο φως και θέριεψε. Αχ, πόσο το αγαπούσα!
Ύστερα έβαλαν έναν εργάτη και τον έκοψαν τον «ξέρακα».


 Άρχισα ν' αρρωσταίνω. «Φύγε. Εσύ έχεις πού να πας!» μου είχε πει κάποτε η Σπεράντζα.
Από τη θλίψη που ετοιμαζόταν να με πλακώσει με τράβηξε η φωνή της μάνας μου: «Έλα να μείνεις εδώ». Έτσι τέλειωνε τις κουβέντες μας, όταν πήγαινα και της έλεγα τα παράπονά μου.
«Έλα να μείνεις εδώ». Έτσι έκανα.
Μετακόμισα τρεις βδομάδες μετά που έφυγε κι εκείνη.
--------------------------------------------

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου