2 Αυγ 2018

Ο παπα-Γαβριήλ

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018
Όταν πρωτοσυνάντησα τον παπα-Γαβριήλ, μου είπε ότι μοιάζω με μικρασιάτισσα. Αργότερα κατάλαβα ότι μου έκανε μια μεγάλη φιλοφρόνηση. Πότε; Όταν έμαθα για την καταγωγή του, όταν άκουσα καθημερινές ιστορίες για την αρχοντιά και το χρυσό κουμάντο των μικρασιατών. Ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στον προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου, ιστορίες από την παλιά πατρίδα, τα Βουρλά, που είχε πάντα μέσα στην καρδιά του. Ιστορίες για κείνους που παρέδωσαν τη ζωή σ’ εμάς που τη συνεχίζουμε. Ιστορίες απ’ αυτές που λέει ένας παππούς και τις αφήνει παρακαταθήκη στα εγγόνια του.
Άλλωστε ήταν ο παππούς της ενορίας, όπως έλεγε. Λόγω ιδιότητας και λόγω ηλικίας. Δεν ήταν δα και τόσο μεγάλος, άλλα όλοι τον φωνάζαμε Παππούλη.
Αγαπούσε τα ρεμπέτικα, το νόστιμο φαΐ, κι όμως η ζωή του ήταν ασκητική. Αγαπούσε τους ανθρώπους χωρίς εξαιρέσεις, χωρίς διακρίσεις, χωρίς προκαταλήψεις. Αγαπούσε το θαύμα της ζωής και πίσω από κάθε ομορφιά έβλεπε την αγάπη του Θεού. Το πνεύμα του ήταν ελεύθερο, η καρδιά του γεμάτη αγάπη, η γλώσσα του ήταν πάντα γλυκιά κι ευγενική, όπως και η φύση του. Για όσους τον πλησίαζαν είχε μια κουβέντα που στάλαζε γλυκύτητα, παρηγοριά κι ελπίδα. Αλλά ποτέ δεν δίστασε να μιλήσει έξω από τα δόντια, όταν έκρινε ότι έτσι έπρεπε να κάνει. Τότε έλεγε:«θα τα πω μικρασιάτικα» και μιλούσε χωρίς περιστροφές. Στους πολιτικούς και στους ταρτούφους της Εκκλησίας να δείτε τι έσερνε! 
Αν έλεγα ότι τιμούσε το ράσο του, θα ήταν λάθος, γιατί το ράσο του ήταν για κείνον η μεγάλη τιμή. Εκείνο το φθαρμένο ράσο, που από καιρό είχε χάσει το κατάμαυρο χρώμα του. Η μεγάλη συμπόνια του δεν του άφηνε λεφτά στην τσέπη. Δεν είχε βάλει στην μπάντα ένα εκατομμύριο για ώρα ανάγκης. Είχε τριγύρω του πολλή αγάπη.
Ήσυχα, μέσα στον ύπνο του, πέρασε από τη μια ζωή στην άλλη.
Ας πω μια μικρή κουβέντα του Παππούλη κι ας κλείσω:
«Ποτίσατε ποτέ το δέντρο, που είναι στο πεζοδρόμιο, έξω από την πόρτα σας; Καλοκαίρι είναι. Διψάει!»
Στην «υποσαχάρια Πατησίων» της κρίσης, στο άλλοτε μικρό Κολωνάκι της οδού Λευκωσίας, είναι ένα εκκλησάκι που αναστήλωσε ο Ορλάνδος και αγιογράφησε ο Κόντογλου. Ψυχή του ήταν ο παπα-Γαβριήλ. Τα πάντα είναι νοικοκυρεμένα κι αρχοντικά βαλμένα. Εκεί δεν υπάρχουν πολυέλαιοι και χλίδα. Η πιτσιρικαρία κάθεται στο σκαλάκι του ιερού και κανείς δεν τους λέει σουτ. Οι άνθρωποι γνωρίζονται με τα ονόματά τους και τα δέντρα της πεντακάθαρης πλατείας, χειμώνα καλοκαίρι, είναι καλοποτισμένα.



Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018
Ο ήλιος της δεύτερης μέρας του Αυγούστου δεν έκαιγε βασανιστικά στον Ωρωπό. Κάπου κάπου στεκόταν μπροστά του ένα σύννεφο για να ρίξει τη σκιά του και μια πνοή από αεράκι έκανε ένα σύντομο πέρασμα, για να δροσίσει το πλήθος των ανθρώπων που στέκονταν στον περίβολο του μοναστηριού για το ύστατο χαίρε.
Με χαμόγελο υποδέχτηκε όσους πήγαν να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό. Το χαμογελαστό, καθαρό πρόσωπο είναι η τελευταία εικόνα που άφησε ο Παππούλης στη γη.
Την ώρα του ενταφιασμού ακούστηκε το Χριστός ανέστη και οι καμπάνες χτύπησαν χαρμόσυνα.
Απόψε κάπου γίνεται μεγάλη χαρά, εν χορδαίς και οργάνοις, με τα μινόρε και τα ματζόρε της Μπέλλου.
«Δεν μπορώ να φανταστώ τον Παράδεισο χωρίς τη Σωτηρία Μπέλλου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου