5 Ιαν 2013

Ιστορίες από την Τερακότα

στη Φωτεινή Χριστοφιλοπούλου

Ο γιατρός Σουλφαμίδας δεν έχει πολύ καιρό που ήρθε στην Τερακότα, αλλά σε μια-δυο βδομάδες δεν υπήρχε ούτε ένας από μας που να μην τον ξέρει.

Τις τελευταίες μέρες ο γιατρός Σουλφαμίδας φαινόταν πολύ στενοχωρημένος. Δεν ήταν ποτέ η προσωποποίηση του κεφιού, το αντίθετο μάλιστα, αλλά τόσο χάλια ποτέ δεν τον είχαμε ξαναδεί.


Συνήθως το γιατρό Σουλφαμίδα τον βλέπουμε κατά τύχη, δηλαδή αν τύχει και δεν προλάβουμε ν’ αλλάξουμε πεζοδρόμιο.
Το «Τρόμαξα να σε γνωρίσω, σαν βαρέλι έγινες» ήταν γι’ αυτόν κάτι σαν το «Καλημέρα! Τι κάνεις;» και το «Κομμένα τα ζαχαρωτά κι από αύριο ν’ αρχίσεις δίαιτα» ήταν κάτι σαν το «Αντίο, τα λέμε!».
Προχτές το βράδυ ο δήμαρχος πήγαινε στο δημαρχείο, όπου τον περίμενε το δημοτικό συμβούλιο για να αποφασίσουν τι είδους βαρελότα θα ρίξουμε φέτος την παραμονή των Χριστουγέννων: από κείνα που στριφογυρίζουνε και βγάζουν κόκκινες λάμψεις, ή από τα άλλα που ανοίγουν σαν ομπρέλα και σκορπάνε χρυσαφένια αστεράκια. Στο δρόμο συνάντησε το γιατρό Σουλφαμίδα σε τραγική κατάσταση.


— Τι έκανα; Τι ήταν αυτό που έκανα; μονολογούσε απελπισμένος.
— Μα επιτέλους, γιατρέ. Τι έχετε πάθει;
— Μην τα ρωτάτε, κύριε Δήμαρχε.
— Είναι να μην τα ρωτάω; Έχετε κοιταχτεί τις τελευταίες μέρες στον καθρέφτη να δείτε πώς είστε; Τι συμβαίνει;
— Μεγαλειώδης γκάφα! Και δεν μπορώ να επανορθώσω! Με λίγα λόγια, καταστροφή! φώναξε χειρονομώντας ο γιατρός Σουλφαμίδας.
— Για κάντε τον κόπο να μου εξηγήσετε.
— Τις προάλλες μπήκε στο ιατρείο μου ένας ηλικιωμένος κύριος ντυμένος πολύ χτυπητά για την ηλικία του.
— Δηλαδή;
— Για να σας δώσω να καταλάβετε, όπως ήταν στρουμπουλός-στρουμπουλός έμοιαζε με κόκκινο μπαλόνι.
— Και λοιπόν;


— Για να μη σας τα πολυλογώ, έλεγε λίγο αργότερα ο δήμαρχος στο συμβούλιο, πριν καλά καλά προλάβει ο ξένος να του πει τι θέλει, ο γιατρός Σουλφαμίδας τον περιβούτηξε κι άρχισε να του λέει τα συνηθισμένα: όχι σάλτσες, όχι γλυκά, ξεκούραση για ένα μήνα, αυστηρή δίαιτα και σκληρή γυμναστική, γιατί αλλιώς δεν τον βλέπει καθόλου καλά και να μην έρχεται μετά να του παραπονιέται ότι δεν του τα είπε.
— Τα ίδια λέει σε όλους μας, γι’ αυτό αλλάζουμε πεζοδρόμιο όταν τον βλέπουμε, γέλασε ένας σύμβουλος.
— Ναι, αλλά ο ξένος τον πήρε στα σοβαρά κι έφυγε για ένα μήνα. Τρομερό!
— Γιατί, κύριε Δήμαρχε;
— Τι γιατί; Δεν καταλάβατε ποιος ήταν αυτός ο ξένος;
— Όχι. Ποιος ήταν;
— Για σκεφτείτε λιγάκι! Ήταν ηλικιωμένος, ήταν στρουμπουλός, είχε άσπρα μαλλιά και γένια και φορούσε κόκκινα.
Οι σύμβουλοι κοιτάχτηκαν για λίγο μεταξύ τους κι ύστερα στράφηκαν στο δήμαρχο.


— Κύριε Δήμαρχε θέλετε να πείτε ότι ο ξένος ήταν ο..., ο..., ο... .
— Μη διστάζετε. Ε, ναι! Αυτός που σκεφτήκατε ήταν!
—Απίστευτο!
— Και τώρα; Τι θα κάνουμε τώρα; αναρωτήθηκαν αναστατωμένοι οι σύμβουλοι.
— Γιορτές χωρίς δώρα! Αυτό θα κάνουμε! είπε απελπισμένος ο Δήμαρχος.
Την ίδια ώρα, σε ένα σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης, ένας στρουμπουλός κύριος, που δεν έδειχνε πια ούτε τόσο στρουμπουλός ούτε τόσο ηλικιωμένος, αφού δίπλωσε την κόκκινη φορεσιά του, την έβαλε στον ταξιδιωτικό του σάκο.
— Φίλοι μου, ο Νιαουρίτσιος, ο άσος των μεταμφιέσεων, φεύγει πριν τον βαρεθούν κι έρχεται από κει πού δεν τον περιμένουν! είπε με θεατρικό ύφος κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση.


Οι φίλοι του, τα Ανάλαφρα Κανόνια, που δεν είχαν αποφασίσει ακόμα αν θα είναι ροκ συγκρότημα ή θίασος κλόουν, στέκονταν στο πεζοδρόμιο για να τον αποχαιρετίσουν.
— Κρίμα που φεύγεις τόσο γρήγορα! του είπαν στενοχωρημένοι.
— Ανυπομονώ να συναντήσω την ονειρεμένη μου Αγριάνθη. Εξ άλλου μην ξεχνάτε πως ο γιατρός μου συνέστησε να ξεκουραστώ για ένα μήνα, είπε και ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
— Χε χε, γέλασαν και οι άλλοι χωρίς όρεξη.


Η μπάντα του δήμου της Τερακότας είχε συγκεντρωθεί για πρόβα στην πίσω αυλή του δημαρχείου. Αλλά δεν ακουγόταν ούτε μία νότα. Και καλύτερα, γιατί η μπάντα μας κάνει τόσα φάλτσα όσα δεν φαντάζεται κανείς ότι μπορεί να χωρέσει ένα μουσικό κομμάτι. Οι μουσικοί είχαν αφήσει τις παρτιτούρες και τα όργανα και συζητούσαν.
— Ήρθε χτες και παράγγειλε μια μηλόπιτα και ένα εκλέρ, είπε ο ζαχαροπλάστης Κουφέτος, που έπαιζε τρομπέτα. Τον ρώτησα «Να σας τα τυλίξω για δωράκι;» και μου είπε «Όχι, θα τα φάω εδώ». Κι επειδή τον κοίταζα με γουρλωμένα μάτια, μου εξήγησε ότι κάπου κάπου του αρέσει να το ρίχνει λίγο έξω.
— Κάτι πρέπει να του συνέβη κι άλλαξε έτσι ξαφνικά. Αλλιώς δεν εξηγείται, αναστέναξε ο Τούδης, η καραμούζα.
— Είναι απίστευτο αλλά έχει γίνει σχεδόν συμπαθητικός. Σκεφτείτε ότι όταν τον βλέπω, έτσι μου ’ρχεται να μην αλλάξω πεζοδρόμιο, είπε εμπιστευτικά ο Σαμπρέλας, το παχουλό σαξόφωνο.
— Κοίτα σύμπτωση, κι εγώ το ίδιο, συμφώνησε η Κλαίρη, το ταμπούρλο.
— Κι εγώ! συμφώνησαν οι υπόλοιποι.
— Πάμε πρόβα!


Ενώ στην πίσω αυλή του Δημαρχείου η μπάντα άρχιζε την πρόβα, στην πάνω αίθουσα συνεχιζόταν η σύσκεψη κεκλεισμένων των θυρών και των παραθύρων, κυρίως για να μην ακούγονται τα φάλτσα από την αυλή.
— Kύριε Δήμαρχε, πετάχτηκε ο σύμβουλος Φλάσης, που κάθε τόσο στο μυαλό του αστράφτει ένα φλας και του κατεβαίνουν ιδέες. Κύριε Δήμαρχε, έχω μια ιδέα! Να την πω;
— Την ακούμε!
— Τα πιο ωραία δώρα που έχω πάρει, δεν μου τα έφερε ο Αη Βασίλης. Μου τα χάρισαν εκείνοι που νοιάζονται για μένα.
— Για συνέχισε!
— Λέω λοιπόν, ότι δεν είναι απαραίτητο να περάσουμε τις γιορτές χωρίς δώρα.
— Και τι λες να κάνουμε, Φλάση;
— Να τα φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι!
— Τι να φτιάξουμε δηλαδή;
— Κάρτες, στολίδια από χαρτί... Ό,τι ξέρει ο καθένας, και να τα χαρίσουμε σ’ αυτούς που αγαπάμε!
— Έξοχα, είπε ο δήμαρχος και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Φέτος στην Τερακότα θα ανταλλάξουμε δώρα που θα φτιάξουμε μόνοι μας,  Λύεται η συνεδρίαση και πάμε στα σπίτια μας!
— Κύριε δήμαρχε, δε σκεφτήκαμε το σπουδαιότερο, πετάχτηκε ο σύμβουλος.
— Το σπουδαιότερο όχι μόνο το σκεφτήκαμε αλλά το λύσαμε κιόλας, τον πληροφόρησε κοφτά ο δήμαρχος.
— Καλά, αλλά πώς θα ανακοινώσουμε στους κατοίκους της Τερακότας αυτά που έγιναν;
— Όπως το είπες, κύριε σύμβουλε. Με μια ανακοίνωση. Να έρθει αμέσως ο γραμματέας μου, φώναξε ο δήμαρχος. Πού είναι ο γραμματέας μου;
— Παίζει καραμούζα στην μπάντα του δήμου μας και τώρα κάνει πρόβα στην αυλή.
Ο δήμαρχος άνοιξε το παράθυρο και έβαλε μια φωνή
— Τούδη! Παράτα την καραμούζα κι έλα αμέσως επάνω.
—  Και η πρόβα;
— Τη συνεχίζετε αύριο.
Ύστερα στράφηκε προς το συμβούλιο και είπε: «Μπροστά στην μπάντα μας, δέκα γάτες και μια αρκούδα που γρατζουνίζουν ντενεκέδες θα έμοιαζαν με φιλαρμονική!»
— Έξοχη ιδέα, κύριε δήμαρχε, είπε με ενθουσιασμό ο Φλάσης. Η ξαδέρφη η Αγριάνθη έχει δέκα γάτες και μία...


— Με ζητήσατε, κύριε δήμαρχε! Παρών, είπε ο Τούδης λαχανιασμένος.
— Πάρε μολύβι και χαρτί και γράψε μια ανακοίνωση. Θα την τοιχοκολλήσεις αύριο πρωί πρωί έξω από το δημαρχείο.



Αγαπητοί κάτοικοι της Τερακότας, δε μου λες, Τούδη, δεν μπορείς να γράφεις πιο γρήγορα; Αγαπητοί κάτοικοι της Τερακότας, λέω, δε νομίζετε ότι αρκετά κουράσαμε τον Άϊ Βασίλη να πηγαινοέρχεται και να μας κουβαλάει δώρα; Ερωτηματικό. Θα μου πείτε σιγά την κούραση, μια φορά το χρόνο, αλλά εμείς πρέπει να τα σκεφτόμαστε όλα. Τελεία. Γι’ αυτό φέτος, κόμμα, αντί να καθόμαστε και να τα περιμένουμε όλα έτοιμα, κόμμα, θα φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι τα δώρα που θα ανταλλάξουμε. Τελεία και σβήσε το λάμδα που περισσεύει. Ξέρεις πολλές λέξεις με τρία όμοια σύμφωνα στη σειρά; Το δημαρχείο, με έψιλον γιώτα, θα είναι ανοιχτό συνέχεια για όσους θέλουν ιδέες. Τελεία. Υπογραφή.
Ο Δήμαρχος
και το συμβούλιο
με ύψιλον το συμβούλιο, να βράσω την καραμούζα σου!



— Ονειρεμένη μου Αγριάνθη! Σε ξαναβρίσκω!
— Μοναδικέ μου Νιαουρίτσιο! Ήμουν σίγουρη ότι θα έρθεις! Καλωσόρισες!
— ‘Εχω νέα να σου πω!
Ο Νιαουρίτσιος, η Αγριάνθη και τα αγαπημένα της ζώα στριμώχτηκαν μπροστά στο τζάκι και άφησαν ανοιχτές τις κουρτίνες για να βλέπουν το χιόνι που έπεφτε πυκνό.
— Και που λες, ονειρεμένη μου Αγριάνθη, ήταν μία απο τις καλύτερες μεταμφιέσεις μου, είπε ο Νιαουρίτσιος γελώντας.
— Τον καημένο το γιατρό! είπε συμπονετικά η Αγριάνθη που δεν τον είχε γνωρίσει.
— Δεν είναι καθόλου καημένος. Κι αν θες να ξέρεις, η φάρσα του βγήκε σε καλό, γιατί από τότε έκοψε τις γκρίνιες και κανείς δεν τον αποφεύγει πια.
— Κι ύστερα; Πες μου τι έγινε ύστερα.
— Ύστερα από λίγο ολόκληρη η Τερακότα πίστευε ότι ο Άϊ Βασίλης έφυγε και ακόμα πιο ύστερα στρώθηκαν όλοι στη δουλειά και έφτιαξαν δώρα ο ένας για τον άλλον.
— Δεν ακούγεται καθόλου άσχημα, είπε χαμογελαστά η Αγριάνθη.
— Φοβήθηκα ότι θα με μάλωνες.
— Έλα να σου δώσω ένα φιλάκι!
— Καλά Χριστούγεννα, ονειρεμένη μου Αγριάνθη!
— Καλά Χριστούγεννα, μοναδικέ μου Νιαουρίτσιο!


Δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στο TV Έθνος, όπου συνοδευόταν από διάφορες κατασκευές. Η σύντομη εκδοχή του, μόνο το κείμενο με την εικονογράφηση, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συνεργασία.

Το περιοδικό Συνεργασία ήταν ένα εξαιρετικό περιοδικό για παιδιά και πλαισιωνόταν από πολλούς, καλούς συγγραφείς και εικονογράφους. Η Φωτεινή Χριστοφιλοπούλου ήταν η ψυχή του περιοδικού. Ολόκληρο το τεύχος, από το εξώφυλλο μέχρι το οπισθόφυλλο, είχε τη σφραγίδα της εργασίας, της τέχνης και της φροντίδας της. Όταν πήρε τη γενναία απόφαση να φύγει στο εξωτερικό για χάρη μιας μεγάλης αγάπης, της τέχνης της, την αποχαιρέτησα με πολλές ευχές και διπλή θλίψη. Όπως άλλωστε και όλοι οι συνεργάτες. Γνωρίζαμε πως με τη φίλη που έφευγε, έκλεινε ένας κύκλος της ζωής του περιοδικού. Ο τελευταίος.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου